- πραττόντων
- πρᾱττόντων , πράσσωpass throughpres part act masc/neut gen pl (attic)πρᾱττόντων , πράσσωpass throughpres imperat act 3rd pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τενέδιος — Επώνυμο Ελλήνων λογίων. 1. Εμμανουήλ. Έζησε τον 18o αι. και στις αρχές του 19ου. Τον επαινεί ο Νεόφυτος Δούκας για τη μόρφωσή του. Έγραψε Διατριβή εις θουκυδίδην και της κατ’ αυτόν ιστορίας επιτομή (Βιέννη 1799). Πολλοί τον θεωρούν και μεταφραστή … Dictionary of Greek